ημιεδραίος

ημιεδραίος
-αία, -ο
1. ο κατά το ήμισυ εδραίος, μισοκαθισμένος
2. φρ. (γυμναστ.) «ημιεδραία θέση» — η θέση τού καθισμένου με τον έναν μόνο μηρό πάνω σε οριζόντια δοκό ή άλλο γυμναστικό όργανο, ενώ ο άλλος μηρός τού γυμναζόμενου κρέμεται φυσικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + εδραίος (< έδρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”